- ψηφοπαίκτης
- ὁ, Αθαυματοποιός που εκτελούσε ταχυδακτυλουργικά νούμερα με ψηφίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + παίκτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψηφοπαίκτης — one who juggles with pebbles masc nom sg ψηφοπαικτέω play juggling tricks imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφοπαικτῶν — ψηφοπαίκτης one who juggles with pebbles masc gen pl ψηφοπαικτέω play juggling tricks pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφοπαῖκται — ψηφοπαίκτης one who juggles with pebbles masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφοπαίκταις — ψηφοπαίκτης one who juggles with pebbles masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφοπαικτώ — έω, Α [ψηφοπαίκτης] 1. είμαι ψηφοπαίκτης* 2. φρ. «ψηφοπαικτῶ τὸ δίκαιον» διαπράττω τεχνάσματα κατά τού δικαίου (Λυσ.) … Dictionary of Greek
CAUCA et CAUCUS — recentioribus Latinis idem, qui veteribus cyathus, patera nempe, unde bibitur. Ael. Spartian. in Pescenmo Nigro, c. 10. Hic tantae erat severitatis, ut quum milites quosdam in cauco argenteo expeditionis tempore bibere vidisset, iusserit omne… … Hofmann J. Lexicon universale
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek
ψηφοκλέπτης — ὁ, Α ψηφοπαίκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + κλέπτης] … Dictionary of Greek
ψηφολόγος — ὁ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) α) «ὁ ψηφοπαίκτης» β) «ψηφολόγοι οἱ λόγον καὶ φροντίδα ποιούμενοι τῆς διὰ τῶν ψήφων ἀπάτης». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + λόγος*] … Dictionary of Greek
ψηφοπαικτικός — ή, όν, Μ [ψηφοπαίκτης] 1. ταχυδακτυλουργικός 2. μτφ. αγύρτικος … Dictionary of Greek